συγγραφοφύλαξ

συγγραφοφύλαξ
-ακος, ὁ, Α
(στην Αίγυπτο) υπάλληλος αρμόδιος για τη φύλαξη συμβολαίων και άλλων εγγράφων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγγραφή «έγγραφο, συμβόλαιο» / φύλαξ (πρβλ. σκευο-φύλαξ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τελειώνω — τελειῶ, όω, ΝΜΑ, και τελεῶ Α [τέλειος] φέρνω εις πέρας, περατώνω, συμπληρώνω, ολοκληρώνω κάτι (α. «τελείωσε τις σπουδές του στο εξωτερικό» β. «τελειώσω αὐτοῡ τὸ ἔργον», ΚΔ γ. «τελειώσαντες τὰς σπονδάς», Θουκ.) νεοελλ. 1. (μτβ.) καταναλώνω εξ… …   Dictionary of Greek

  • φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”